- σκαρλατίνα
- η(λ. ιταλ.), είδος επιδημικής αρρώστιας, οστρακιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαρλατίνα — η, Ν ιατρ. η λοιμώδης νόσος οστρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. scarlatina < μτγν. λατ. scarlata, scarlatum «κομμάτι υφάσματος»] … Dictionary of Greek
οστρακιά — η μολυσματική αρρώστια που εκδηλώνεται με ερυθρό εξάνθημα, αλλ. σκαρλατίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)